βαθουλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθουλώνω < βαθουλός + -ώνω < μεσαιωνική ελληνική βαθουλός < αρχαία ελληνική βαθύς

βαθουλώνω(παθητική φωνή βαθουλώνομαι)

  1. δημιουργώ ένα βαθούλωμα σε μια επιφάνεια, κάνω κάτι κοίλο, δημιουργώ μια κοιλότητα
  2. (με μεσοπαθητική σημασία) γίνομαι κοίλος
    βαθούλωσαν τα μάτια της από τον πολυήμερο πυρετό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]