βαθυμετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθυμετρικός < βαθυμετρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθυμετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη βαθυμετρία ή το βαθύμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις βαθυμετρία, βαθύς και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθυμετρικός