βαθυστόχαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθυστόχαστος < βαθύς + στοχάζομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθυστόχαστος, -η, -ο
- που έχει τη συνήθεια να σκέφτεται βαθιά, αναλυτικά το κάθε πράγμα
- είναι επίμονος και βαθυστόχαστος αναλυτής της επικαιρότητας
- που προέρχεται από βαθειά, αναλυτική σκέψη
- βαθυστόχαστα νοήματα
- βαθυστόχαστα ερωτηματικά
- βαθυστόχαστα γνωμικά