βαθύρριζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθύρριζος < αρχαία ελληνική βαθύρριζος
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθύρριζος, -η, -ο
- που έχει βαθιές ρίζες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαθύρριζος
|