βαθύσκιωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βαθύσκιωτος -η -ο ( & βαθύσκιος)
- που έχει βαθύ (πυκνό) ίσκιο, ο βαθύσκιος
- βαθύσκιωτα πλατάνια
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ή κάτι άλλο, που δημιουργεί γύρω του πυκνή σκιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθύσκιωτος
|