βακιλόμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βακιλόμορφος, -η, -ο
- (βιοχημεία) αυτός που έχει ραβδοειδές σχήμα, όπως ο βάκιλος, ή που φέρει μια από τις βασικές μορφές του, παράγοντας σπόρια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βακιλόμορφος
|