βαλκανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]βαλκανικά < βαλκανικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]βαλκανικά
- σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των βαλκανικών λαών
- "Επιμένουμε βαλκανικά και δεν επηρεαζόμαστε από την προσπάθεια αποβολής ή υποτίμησης των Βαλκανίων." (από τον τύπο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλκανικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βαλκανικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαλκανικό