βαμβάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαμβάκι τα βαμβάκια
      γενική του βαμβακιού των βαμβακιών
    αιτιατική το βαμβάκι τα βαμβάκια
     κλητική βαμβάκι βαμβάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βαμβάκι
Σπόροι βαμβακιού

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαμβάκι < βαμπάκι, μπαμπάκι, με λόγια επίδραση από μεσαιωνική ελληνική βαμβάκιον < αρχαία ελληνική βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης περσικής پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vaɱˈva.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαμ‐βά‐κι
ομόηχο: Βαμβάκη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαμβάκι ουδέτερο

  1. το φυτό βαμβακιά
  2. η ίνα που προέρχεται από το φυτό και χρησιμοποιείται στην κλωστοϋφαντουργία
  3. φαρμακευτικό υλικό για την επάλειψη του δέρματος με απολυμαντικά υγρά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

επίσης:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. The Oxford English Dictionary, 2nd ed., Clarendon Press,1989.