βανίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βανίλια οι βανίλιες
      γενική της βανίλιας
    αιτιατική τη βανίλια τις βανίλιες
     κλητική βανίλια βανίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βανίλια με το άνθος της
πέντε βανίλιες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βανίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaniglia < ισπανική vainilla < vaina (φλούδα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βανίλια θηλυκό

  1. (φυτό) είδος αρωματικού φυτού
  2. (φρούτο) ο καρπός του παραπάνω φυτού
  3. (γλυκό) γλυκό του κουταλιού με την ίδια γεύση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]