βαρβαρόηχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρβαρόηχος < βάρβαρ(ος) + -ό- + -ηχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾo.i.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαρ‐βα‐ρό‐η‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
βαρβαρόηχος, -η, -ο
- που έχει βάρβαρο, άγριο ήχο
- ※ Το αν η «γιάφκα» είναι «κακόηχος και βαρβαρόηχος» [...], δεν προκύπτει από κανέναν γλωσσολογικό νόμο αλλά συναρτάται με την ακουστική ευαισθησία του καθενός, καθώς και από τις εν γένει προκαταλήψεις του, των ιδεολογικών και πολιτικών συμπεριλαμβανομένων. (Παντελής Μπουκάλας, Υποθέσεις, εφημερίδα Καθημερινή, 4 Αυγούστου 2002)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρβαρόηχος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηχος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)