βαρβαρόφωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρβαρόφωνα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαρβαρόφωνος στον πληθυντικό, εννοείται ο όρος μουσικά όργανα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρβαρόφωνα ουδέτερο στον πληθυντικό
- πληθυντικός αριθμός του βαρβαρόφωνον (παρωχημένο, 'καθαρεύουσα', μουσικά όργανα) παραδοσιακά πνευστά όργανα όπως η γκάιντα, η πίπιζα, η ασκομαντούρα
- ↪ «τῆς διαδηλώσεως προηγοῦντο βαρβαρόφωνα» [1]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βαρβαρόφωνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαρβαρόφωνος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βαρβαρόφωνα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαρβαρόφωνος