βαρελοσανίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαρελοσανίδα θηλυκό
- σανίδα βαρελιού, σανίδα που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία κοπής και ελαφριάς κύρτωσης για τη κατασκευή βαρελιού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρελοσανίδα
|