βαριάντ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαριάντ θηλυκό άκλιτο
- (σκάκι) άλλη μορφή του βαριάντα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαριάντ
|
βαριάντ θηλυκό άκλιτο
|