βαρομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρομετρικός < αρχαία ελληνική βαρομετρικός
Επίθετο
[επεξεργασία]βαρομετρικός
- σχετικός με το βαρόμετρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαρομετρικός