βαρούλκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαρούλκο | τα | βαρούλκα |
γενική | του | βαρούλκου | των | βαρούλκων |
αιτιατική | το | βαρούλκο | τα | βαρούλκα |
κλητική | βαρούλκο | βαρούλκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρούλκο < αρχαία ελληνική βαρουλκός (μηχανή) < βάρος + ἕλκω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαρούλκο ουδέτερο
- μηχανή για την έλξη μεγάλου βάρους
- (ναυτικός όρος): βασική μηχανή καταστρώματος πλοίων, που ανάλογα της χρήσης λαμβάνει και ιδιαίτερη ονομασία π.χ. βαρούλκο αγκύρας, βαρούλκο πρόσδεσης, βαρούλκο φορτωτήρα, βαρούλκο σωσιβίων λέμβων κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αργάτης
- βίντζι
- βίντσι
- καταρράκτης (τύπος βαρούλκου)