βαρυθύμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαρυθύμως < αρχαία ελληνική βαρύθυμ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]βαρυθύμως [βᾰρῠθῡμ]
Πηγές
[επεξεργασία]- βαρυθύμως, βαρύθυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ως (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επιρρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)