βασανιστήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βασανιστήριον | τὰ | βασανιστήριᾰ |
γενική | τοῦ | βασανιστηρίου | τῶν | βασανιστηρίων |
δοτική | τῷ | βασανιστηρίῳ | τοῖς | βασανιστηρίοις |
αιτιατική | τὸ | βασανιστήριον | τὰ | βασανιστήριᾰ |
κλητική ὦ! | βασανιστήριον | βασανιστήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βασανιστηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βασανιστηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασανιστήριον ουδέτερο
- αίθουσα ανάκρισης
- (στον πληθυντικό) όργανα βασανισμού
- ειδική πέτρα για τον έλεγχο κραμάτων με την τριβή (όπως για τον χρυσό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βάσανος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βασανιστήριον
- (ελληνιστική κοινή) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βασανιστήριος
Πηγές[επεξεργασία]
- βασανιστήριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βασανιστήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήριον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)