βασκαντήρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασκαντήρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) φυλαχτό ή άλλη κατασκευή που θεωρείται ότι προφυλάσσει από την βασκανία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασκαντήρα