βατραχοπέδιλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατραχοπέδιλο < βατραχ(άνθρωπος) + -ο- + πέδιλο[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.tɾa.xoˈpe.ði.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τρα‐χο‐πέ‐δι‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατραχοπέδιλο ουδέτερο
- μακρύ πέδιλο με πλατιά άκρη που φοριέται από κολυμβητές και βατραχανθρώπους, για να κολυμπούν ταχύτερα και με μεγαλύτερη ευκινησία
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις βάτραχος και πέδιλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατραχοπέδιλο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βατραχοπέδιλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας