βατόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βατόμετρο | τα | βατόμετρα |
γενική | του | βατόμετρου & βατομέτρου |
των | βατόμετρων & βατομέτρων |
αιτιατική | το | βατόμετρο | τα | βατόμετρα |
κλητική | βατόμετρο | βατόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βατόμετρο < βατ + -μετρο, προέλευσης από την αγγλική wattmeter[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaˈto.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐τό‐με‐τρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βατόμετρο ουδέτερο
- όργανο μέτρησης της ισχύος της ηλεκτρικής ενέργειας σε βατ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βατόμετρο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)