βδελλάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βδελλάτος
- αυτός που φέρεται με βδέλλες
- (αργκό) ο κολιτηριτζής, αυτός που προσκολλάει έντονα για ίδιο όφελος (στη γλώσσα των κακοποιών)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βδελλάτος
|