βενζαλδεΰδη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βενζαλδεΰδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική benzaldehyde < benzene (βενζόλιο) + aldehyde (αλδεΰδη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βενζαλδεΰδη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βενζαλδεΰδη