βεντέμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεντέμα | οι | βεντέμες |
γενική | της | βεντέμας | — | |
αιτιατική | τη | βεντέμα | τις | βεντέμες |
κλητική | βεντέμα | βεντέμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεντέμα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (κρητικά) πλούσια εσοδεία
- ※ Συγκεκριμένα, ο Δήμος Ηρακλείου διαθέτει στο ακίνητο, γνωστό και ως «μετόχι Γρυλλιωνάκη», περίπου 1.300 ελαιόδεντρα που φέτος έχουν βεντέμα. (Εφημερίδα των Συντακτών, 26.11.2020)
- εποχιακή μετακίνηση των αγγειοπλαστών με σκοπό την κατασκευή και πώληση πιθαριών
- ※ Αλώνιζαν τη Μεγαλόνησο κατασκευάζοντας επιτόπου πιθάρια και καμίνια. Βεντέμες αποκαλούνταν αυτές οι οργανωμένες μετακινήσεις κι ατόνησαν στα τέλη του ‘60, οπότε οι Θραψανιώτες εγκαταστάθηκαν σε μόνιμα καμίνια στο χωριό. Πολλές δεκάδες βεντεμάρικων καμινιών έχουν εντοπιστεί ανά την Κρήτη. Κάποια δε χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους! Λες να συνεχίζουν την παράδοση από την αρχαιότητα; (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεντέμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κρητικά
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)