βεργολυγερή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veɾ.ɣo.li.ʝeˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐γο‐λυ‐γε‐ρή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεργολυγερή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βεργολυγερή
|