βερεδάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βερεδάριος < (άμεσο δάνειο) λατινική veredarius < veredus < γαλατικά *werēdos < πρωτοκελτική *uɸorēdos < *uɸo- ‎+ *rēdo- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(H)reydʰ- ‎(ιππεύω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βερεδάριος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]