βερικοκέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βερικοκέλαιο | τα | βερικοκέλαια |
γενική | του | βερικοκέλαιου & βερικοκελαίου |
των | βερικοκέλαιων & βερικοκελαίων |
αιτιατική | το | βερικοκέλαιο | τα | βερικοκέλαια |
κλητική | βερικοκέλαιο | βερικοκέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερικοκέλαιο < βερίκοκ(ο) + -έλαιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερικοκέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερικοκέλαιο
|