βερμικουλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερμικουλίτης < αγγλική vermiculite + -της < λατινική vermiculus < vermis (σκουλήκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥mis (σκουλήκι) - από το σχήμα που αποκτούν οι κόκκοι του όταν διογκωθεί με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βερμικουλίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό (ένυδρο πυριτικό άλας) που σε διογκωμένη μορφή χρησιμοποιείται ως μονωτικό και εδαφοβελτιωτικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερμικουλίτης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)