βερμπαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βερμπαλιστικός < βερμπαλ(ισμός) + -ιστικός [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veɾ.ba.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βερ‐μπα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
βερμπαλιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον βερμπαλισμό ή τον βερμπαλιστή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις βερμπαλισμός και verbum
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βερμπαλιστικός
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ βερμπαλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας