βηματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βηματισμός αρσενικό
- η ενέργεια του βηματίζω
- η κίνηση με τα πόδια, το περπάτημα
- (κατ’ επέκταση) το προχώρημα, η εξέλιξη μιας διαδικασίας
- προχωρούμε στα σχέδιά μας με γοργό βηματισμό