βημόθυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βημόθυρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βημόθυρο
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]βημόθυρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βημόθυρον