βιβάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιβάριο | τα | βιβάρια |
γενική | του | βιβάριου & βιβαρίου |
των | βιβάριων & βιβαρίων |
αιτιατική | το | βιβάριο | τα | βιβάρια |
κλητική | βιβάριο | βιβάρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιβάριο < μεσαιωνική ελληνική βιβάριον < λατινική vivarium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιβάριο ουδέτερο
- (παρωχημένο, λόγιο) άλλη μορφή του βιβάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιβάριο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)