βιβιγλίον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιβιγλίον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιβιγλίον ουδέτερο

  • (μεσαιωνικά κυπριακά) βιβλίο,
    ※  Άγομε βιβιγλίον παραδαρμένον / κι αν τύχει που ποτε, πότε και δω σε / μεν βαρεθείς να πεις δε τον θλιμένον / που κόπγιασεν για μεν, παρακαλώ σε·
    Αντώνης Ιντιάνος, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα, Κυπριακά Γράμματα, έτος Β', τεύχος 11-12, σελ 496, Λευκωσία: Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1936. σύνδεσμος (pdf)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]