βιντεογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιντεογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική videographer + -ος < λατινική video + photographer < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιντεογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (τέχνη, επάγγελμα) ο επαγγελματίας που έχει ως αντικείμενο τη λήψη και δημιουργία βίντεο
- πρόσωπο που ασχολείται με τη λήψη βίντεο
- ο δημιουργός ενός βίντεο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βιντεογράφηση
- βιντεογραφία
- → δείτε τις λέξεις βίντεο και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)