βινύλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βινύλιο | τα | βινύλια |
γενική | του | βινύλιου & βινυλίου |
των | βινύλιων & βινυλίων |
αιτιατική | το | βινύλιο | τα | βινύλια |
κλητική | βινύλιο | βινύλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βινύλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία vinyl < λατινική vinum + αρχαία ελληνική ὕλη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βινύλιο αρσενικό
- (χημεία) χημική οργανική ρίζα (−CH=CH2)
- (χημεία) βινυλίτης
- (κατ’ επέκταση) υλικό κατασκευασμένο από βινυλίτη
- (συνεκδοχικά, μουσική) δίσκος για πικάπ κατασκευασμένος από βινύλιο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- βινύλ (1,2,3)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βινύλ
- βινυλικός
- βινυλίτης
- βινυλοχλωρίδιο
- πολυβινυλοχλωρίδιο
- → δείτε τις λέξεις οίνος και ύλη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- βινύλιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)