βιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιογραφία θηλυκό
- γραπτή αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιογραφία
|