βιοκοινότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.ciˈno.ti.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοκοινότητα θηλυκό
- το σύνολο των ζωντανών οργανισμών ενός βιοτόπου