βιομηχανοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιομηχανοποιώ < βιομηχανία + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική industrialiser)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.o.mi.xa.no.piˈo/

βιομηχανοποιώ (παθητική φωνή: βιομηχανοποιούμαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]