βιορυθμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιορυθμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική biorhythm < αρχαία ελληνική βίος + ῥυθμός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.ɾiˈθmos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιορυθμός αρσενικό
- (βιολογία) κάθε φαινόμενο ή δραστηριότητα ενός οργανισμού που έχει μια περιοδικότητα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις βίος και ρυθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)