βιοτσίπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοτσίπ < λόγιο ενδογενές δάνειο: biochip < αρχαία ελληνική βίος + αγγλική chip (< πρωτογερμανική *kipp-: κόβω, λαξεύω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵeyb-: χωρίζω, διαιρώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοτσίπ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]