βιοφωτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοφωτογραφία (νεολογισμός) < βιο- + φωτογραφία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biophotography
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοφωτογραφία θηλυκό
- (βιολογία, φωτογραφία) η φωτογραφία που απεικονίζει διάφορες μικροβιολογικές, κυτταρικές ή άλλες δομές ή διεργασίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοφωτογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)