βισμουθιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βισμουθιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο βισμουθίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βισμουθιούχος
|