βιτριολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιτριολικός < βιτριόλι + -ικός < γαλλική vitriol < λατινική vitriolum < vitrum < πρωτοϊταλική *wedro (γυαλί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed-ro- (σαν νερό) < *wódr̥ (νερό)
Επίθετο[επεξεργασία]
βιτριολικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που είναι φτιαγμένος από βιτριόλι, το περιέχει ή αναφέρεται σ' αυτό
- (μεταφορικά) γεμάτος κακία και με κακότροπη συμπεριφορά
- ≈ συνώνυμα: αιχμηρός, δηκτικός, δηλητηριώδης, καυστικός, φαρμακερός
- Την ώρα που στο Elysium όλα είναι παραδεισένια, χρυσαφένια και υγιή υπό την επίβλεψη μιας κυνικής υπουργού Άμυνας (η Τζόντι Φόστερ σε μια βιτριολική ερμηνεία), στη Γη επικρατούν η φτώχεια, το έγκλημα, οι μολύνσεις και οι θανατηφόρες ασθένειες. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)