βλήτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλήτρο | τα | βλήτρα |
γενική | του | βλήτρου | των | βλήτρων |
αιτιατική | το | βλήτρο | τα | βλήτρα |
κλητική | βλήτρο | βλήτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλήτρο < αρχαία ελληνική βλῆτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλήτρο ουδέτερο
- κυλινδρικό στέλεχος, συνήθως από μέταλλο και σπανιότερα από άλλο υλικό, με πεπλατυσμένη την μία άκρη του και ελικώσεις στον κορμό, που χρησιμοποιείται για συνδέσεις, στερεώσεις και συναρμολογήσεις
- βέργα οπλισμού που συνδέει δύο στοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλήτρο
|