βλασφημώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλασφημώ < αρχαία ελληνική βλασφημέω / βλασφημῶ < βλάσφημος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vla.sfiˈmo/
Ρήμα[επεξεργασία]
βλασφημώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βλάσφημος
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βλασφημώ | βλασφημούσα | θα βλασφημώ | να βλασφημώ | βλασφημώντας | |
β' ενικ. | βλασφημείς | βλασφημούσες | θα βλασφημείς | να βλασφημείς | (βλασφήμει) | |
γ' ενικ. | βλασφημεί | βλασφημούσε | θα βλασφημεί | να βλασφημεί | ||
α' πληθ. | βλασφημούμε | βλασφημούσαμε | θα βλασφημούμε | να βλασφημούμε | ||
β' πληθ. | βλασφημείτε | βλασφημούσατε | θα βλασφημείτε | να βλασφημείτε | βλασφημείτε | |
γ' πληθ. | βλασφημούν(ε) | βλασφημούσαν(ε) | θα βλασφημούν(ε) | να βλασφημούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βλασφήμησα | θα βλασφημήσω | να βλασφημήσω | βλασφημήσει | ||
β' ενικ. | βλασφήμησες | θα βλασφημήσεις | να βλασφημήσεις | βλασφήμησε | ||
γ' ενικ. | βλασφήμησε | θα βλασφημήσει | να βλασφημήσει | |||
α' πληθ. | βλασφημήσαμε | θα βλασφημήσουμε | να βλασφημήσουμε | |||
β' πληθ. | βλασφημήσατε | θα βλασφημήσετε | να βλασφημήσετε | βλασφημήστε | ||
γ' πληθ. | βλασφήμησαν βλασφημήσαν(ε) |
θα βλασφημήσουν(ε) | να βλασφημήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βλασφημήσει | είχα βλασφημήσει | θα έχω βλασφημήσει | να έχω βλασφημήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βλασφημήσει | είχες βλασφημήσει | θα έχεις βλασφημήσει | να έχεις βλασφημήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βλασφημήσει | είχε βλασφημήσει | θα έχει βλασφημήσει | να έχει βλασφημήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βλασφημήσει | είχαμε βλασφημήσει | θα έχουμε βλασφημήσει | να έχουμε βλασφημήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βλασφημήσει | είχατε βλασφημήσει | θα έχετε βλασφημήσει | να έχετε βλασφημήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βλασφημήσει | είχαν βλασφημήσει | θα έχουν βλασφημήσει | να έχουν βλασφημήσει |
|