βοεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βοείᾱ | αἱ | βοεῖαι |
γενική | τῆς | βοείᾱς | τῶν | βοειῶν |
δοτική | τῇ | βοείᾳ | ταῖς | βοείαις |
αιτιατική | τὴν | βοείᾱν | τὰς | βοείᾱς |
κλητική ὦ! | βοείᾱ | βοεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βοείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βοείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοεία θηλυκό
- δέρμα βοδιού
- (συνεκδοχικά) ασπίδα από δέρμα βοδιού
- (συνεκδοχικά) λουρίδα από δέρμα βοδιού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)