βοηλάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βοηλάτης | οι | βοηλάτες |
γενική | του | βοηλάτη | των | βοηλατών |
αιτιατική | τον | βοηλάτη | τους | βοηλάτες |
κλητική | βοηλάτη | βοηλάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βοηλάτης < αρχαία ελληνική βοηλάτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοηλάτης αρσενικό
- άλλη μορφή του βοϊδολάτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βοηλάτης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- βοηλάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βοηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.