βολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βολή | οι | βολές |
γενική | της | βολής | των | βολών |
αιτιατική | τη | βολή | τις | βολές |
κλητική | βολή | βολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολή < βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολή θηλυκό
- η πραγματική ή εικονική ρίψη ή εκσφενδόνιση βλήματος στον πόλεμο, στο κυνήγι ή στην εξάσκηση σκοποβολής καθώς και κατά την δοκιμαστική χρήση βλητικών μηχανών ή και σε παιχνίδια (π.χ. στον υπολογιστή ή άλλες πλατφόρμες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)
- η άνεση, η βόλεψη
- οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος