βολβόριζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βολβόριζα | ||
γενική | των | βολβόριζων | ||
αιτιατική | τα | βολβόριζα | ||
κλητική | βολβόριζα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολβόριζα < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου βολβόριζος στον πληθυντικό, βολβός + -ο- + ρίζα + -α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολβόριζα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) πληθυντικός αριθμός του βολβόριζος, φυτά που η ρίζα τους είναι βολβός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βολβόριζα
|