βομβυκοτρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βομβυκοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασκεί σαν επάγγελμα την βομβυκοτροφία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βομβυκοτρόφος
|