βοτάνισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βοτάνισμα τα βοτανίσματα
      γενική του βοτανίσματος των βοτανισμάτων
    αιτιατική το βοτάνισμα τα βοτανίσματα
     κλητική βοτάνισμα βοτανίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βοτάνισμα < (βοτανίζω) βοτανισ- + -μα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /voˈta.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐τά‐νι‐σμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βοτάνισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]